φοβάσαι να επιστρέψεις σπίτι σου, κι όμως, όταν το καταφέρνεις, πιωμένος, τρεκλίζοντας θα ‘λεγες, είναι μια κάποια ευχαρίστηση να μπαίνεις σ’ ένα ζεστό, τακτοποιημένο και γνώριμο περιβάλλον.
Μόνο και μόνο για να πάρεις δύναμη για να ξεστρατίσει κι άλλο το μυαλό σου. Κι αυτή η καρδιά, ούτε μια στιγμή δεν την λυπήθηκες, εκεί να κοπανιέται, να λυσομανάει, μόνο το μυαλό σου πρόσεχες, κι είναι αυτό που ‘ναι τώρα παγιδευμένο σ’ αυτούς τους 4-5 τοίχους, κι όσο κι αν τριγυρίζει, πάλι σ’ ένα σημείο ξαναγυρνάει, στη φωνή της, στον ήχο του γέλιου της. Και κει συμφωνούνε μυαλό και καρδιά, εγκλωβισμένο, εγκλωβισμένη σ’ αυτόν τον ατέλειωτο χορό του διαβόλου.
Στέκομαι στον καθρέπτη και με κοιτάζω να κλαίω, να μην είμαι μόνος μου.
Να με κοιτάξω όπως με κοίταξες, να ‘χα λίγο την φωνή σου εδώ, τον ήχο του γέλιου σου, θα ‘ταν αρκετό.
Φεβρουάριος, ακόμη.
δεν κάνει τόσο κρύο αλλά εσύ τρέμεις, σαν τον Κουταλιανό, τον πιο δυνατό άντρα του κόσμου.
μα η κυρά του έφυγε, δεν της ήταν αρκετός, ήταν σε άλλη φάση
κι έτσι, κόπηκες για πάντα στα δύο
σαν εκείνη,
που τη φώτισε μισό φεγγάρι.
Κι αναρωτιέσαι αν θα μπορούσες ποτέ εσύ να πάρεις τη θέση του, να τη φωτίσεις με το δικό σου φως, τη δική σου φωτιά,
όμως εκείνη ξέρει να κρατάει τις σκιές της,
μέχρι εσύ να καείς τελείως, ν’ αχνοφέγγεις
τότε,
τότε είναι που βγάζει το παλτό της για να σου φανερώσει τα σημάδια της,
απ’ άντρες κοφτερούς, βιαστικοί χώθηκαν στο δέρμα της μα δεν έμειναν,
κι εσύ αχνοφέγγεις κι ελπίζεις, σα μικρό παιδί,
ότι θα μπορέσεις μια μέρα να την πάρεις ξανά στην αγκαλιά σου,
και μ ένα φιλί θα καλύψεις τις πολύτιμες λαβωματιές της.
Φεβρουάριος, δίσεκτος.
Φόρεσα το παλτό μου, πήρα στη τσέπη τους παιδικούς μου ήρωες, και βγήκα να σε συναντήσω και να χορέψω μαζί σου.
Χωρίς κάτι να δείξω, χωρίς κάτι να κρύψω.