Μάρτης γδάρτης όχι μόνο για μένα, 1000 νεκροί στην Ιταλία.
Τι να πρωτοπείς για μια τέτοια εκατόμβη? Ο φόβος σιγά σιγά εγκαθίσταται στη γειτονιά σου.
Χέρι χέρι με το συντηρητισμό. Όλα κλείνουν. Μαζεύεσαι σπίτι.
Είσαι ασφαλής, δε φοβάσαι, το ξέρεις θα τα καταφέρεις, αυτός ο κίνδυνος δεν είναι δικός σου.
Κι είναι αυτή η ώρα,
μόλις τελειώσεις τις λίγες δουλειές που είχες να κάνεις και τις πολλές που ανέβαλλες.
Μόλις κοιτάξεις αν έχεις πάγο στο ψυγείο,
που έρχεται.
Δε μπορεί να κάνει αλλιώς.
Έρχεται και σου χτυπάει την πόρτα.
Μ’ ένα συγγνώμη φοβισμένο γιατί δεν ξέρει πως θ’ αντιδράσεις, με ένα σάκο στο χέρι, με τον αέρα της, το παντελόνι το καμπανάτο,
μα και τη σκοτεινιά στα μάτια της,
έρχεται χωρίς να ξέρει που πηγαίνει,
χωρίς τίποτ’ άλλο στις αποσκευές της
μόνο μια ελπίδα να είσαστε μαζί κι όπου φτάσετε.
Κι είναι τόσες πολλές οι σκέψεις σου, μικρές ξεκινάνε, και δεν αργούν να μεγαλώσουν, να τρέξουν, να τη φτάσουν να τη βρουν, κι όμως χάνουν το δρόμο, η κόρη έφυγε, δεν είναι εκεί, η γωνιά άδεια.
Και τριγυρνάνε μόνες τους για ώρες μέχρι που γίνονται κραυγές που σου τρυπάνε τον εγκέφαλο.
Και τότε είναι που ξέρεις ότι και σήμερα άδικα περιμένεις.
Ο κόσμος κλείνεται σιγά σιγά. Τα ρολά κατεβαίνουν.
Και δεν σου μένει ούτε μια ευκαιρία πια.
Στην ησυχία του κενού σου.
Θα το αντιμετωπίσεις κι αυτό.
Λίγο ήθελες για να τα καταφέρεις, μα δεν τα κατάφερες τελικά.
Στο τσακ λες, ίσως αν είχες ακόμη μία ευκαιρία θα ‘ταν δική σου τώρα.
Λίγο, λίγο ακόμη. Μόνος. Κι ώρα πολλή να σκέφτεσαι τα ίδια και τα ίδια.
Και τότε είναι που ανακαλύπτεις ότι δεν είχες καμμιά ελπίδα.
Ακόμη κι αν όλη η γη ήτανε μαζί σου,
κι ο κάτω κόσμος όλος,
ακόμη και τότε
μόνος θα ‘σουν.
Γιατί αυτή η ακρογιαλιά δεν ήτανε ποτέ δική σου.
Δε λέω, κολύμπησες για λίγο μέσα της, γύρω της, ξάπλωσες στην αγκαλιά της.
Όμως ποτέ σου δεν μπόρεσες να κοιτάξεις την αλήθεια της,
Ποτέ σου δεν έγινες κτήμα της.
Μια στιγμή θα ‘φτανε για να ‘ναι πάντα δική σου,
όμως αυτή η στιγμή δεν ήρθε ποτέ.
Όσο κι αν έσπρωξες,
όσο κι αν έκλαψες,
όσο κι αν πείσμωσες,
όσο κι αν παρακάλεσες.
Όσο κι αν ψήλωσες για χάρη της
δεν έφτασες ποτέ τη μοναξιά της.
Δεν άκουσες αυτά που είχε να σου πει,
τον ήχο του νερού καθώς τραβιέται πίσω,
τα χαλίκια που παίρνουν νέα θέση,
τις αντανακλάσεις απ’ τ’ αρμυρίκια πάνω σου.
Τόση η μανία σου, όση κι η απροσεξία σου
να σκορπίσεις τα κοράλλια της.
Για μια ακόμη φορά σου. Η τελευταία σου.
Γιατί το ξέρεις και συ τώρα κι ήρθε η ώρα να το παραδεχτείς.
Πως όλα αυτά έγιναν για να κρύψεις την αδυναμία σου, τη δειλία σου.
Λίγος κι ακόμη να το παραδεχτείς.
Πασχίζεις να βρεις έναν έρωτα μεγάλο για να κρυφτείς.
Κακόμοιρε Γιώργη, κρύψου.
Όλοι αυτό κάνουν.