ένα λεπτό νήμα εκεί κοντά, να σ ακουμπά. κι ας είναι και στο δε μ αγαπά
— κάτι με το σχίσμα ή με το σχοινί
ωωωω το γνωρίζω καλά αυτό το μοτίβο
όσο στενότερο το πέρασμα τόσο βαθύτερο το άγγιγμα
αυτή η πόρτα που καλά καλά δεν άνοιξε κι έκλεισε
αφήνοντάς με απ’ έξω
μ όλο το διαθέσιμο χρόνο δικό μου, χαμένο
αααααχχχ Αριάδνη
αν μπορούσες να ‘βρισκες τη δύναμη να ξεδιπλώσεις πάλι το μίτο σου
στ’ ορκίζομαι
θα ‘μουν πιο προσεκτικός τώρα
να μη τον πληγώσω κι άλλο
να μην αγγίξω τις λαβωματιές του
να τον ακολουθήσω μέχρι τέλους
μέχρι να σε συναντήσω στα έγκατα της γης
εκεί όπου κανένας φόβος δεν μπορεί να σε αγγίξει
εκεί όπου ξαναστέκομαι στα πόδια μου
εκεί που τα φτερά μας ενώνονται κι η ησυχία λιώνει
και δεν χρειάζεται πια να σου μιλήσω
μόνο να σε αγγίξω
να γεμίσω το κορμί σου σε κάθε σχισμή
σε κάθε χαραγματιά
σε κάθε όριο
χωρίς κόπο
χωρίς το σπαθί μου
γυμνός
υποταγμένος
σκότωσα το τέρας
δεν άφησα πνοή να μην του πάρω
ήπια το αίμα του στα χέρια μου
μέχρι που δίψασα
μέχρι που κατάλαβα πως ήταν το δικό μου αίμα που κύλαγε στα χέρια μου
μη φεύγεις Αριάδνη
με σκότωσα
δεν μπορώ να σε βλάψω πια
θυμήσου με
κι όμως,
κάτι με κρατάει ακόμη ζωντανό
ένα μικρό πέταλο που κράτησα
την ώρα που ‘κλεινες την πόρτα πίσω σου
την ώρα που το ποτήρι κυλούσε στα χέρια μου
την ίδια ώρα που η φωτιά ανέβαινε για να πάρει μαζί της τις τελευταίες αναλαμπές φωτός
την τελευταία ελπίδα
και να εδώ
μόνος με τον βωμό
το τελευταίο πειστήριο της ύπαρξής σου
και της ματαιότητας ότι θα ξανάρθεις
και της παντοτινής μου σκλαβιάς
για αυτή τη μέρα που περάσαμε μαζί
τη μέρα που έκανε τη διαφορά
τη μέρα που οι μαργαρίτες είχαν όλες μονά πέταλα
τότε
που τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδάνε
γιατί σε άκουσαν να βογκάς
κι ήταν αυτός ο πιο γλυκός ήχος που είχαν ακούσει
ο ήχος που θ άνοιγε τον ουρανό
το γέλιο σου που θα ‘κανε ποτάμια να στεγνώσουν
κι όλα τα όπλα μου πάνω στη στεγνή όχθη
νομίζοντας ότι κερδίζω
ψήλωσα λίγο
ίσα για να σε δω ν απομακρύνεσαι
απέναντι,
σ’ έναν καινούργιο ήλιο
σκοτεινό. Να μου μοιάζει