χόρεψα με μια πεταλούδα χθες το σούρουπο,
ω ναι,
την ώρα που ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ την Ακρόπολη,
μόλις,
το φως του δεν τον είχε φτάσει ακόμη,
χόρεψα μαζί της,
είχε δυο υπέροχα κίτρινα φτερά
με σκούρες κηλίδες ακανόνιστες
έτσι για να μη ξέρεις που να κοιτάξεις
έκανα ότι μπορούσα για να κρύψω το βάρος μου
κι αυτά τ’ ατροφικά φτερά που μόλις ξαναβγαίνουν στη πλάτη μου
και τα αργά μου πόδια
έσκισα το δέρμα μου για να τη πλησιάσω
ίσα που το πρόσεξε και γέλασε
κι ήταν το γέλιο της νέκταρ
βάλσαμο στις πληγές μου
μέχρι που αναπάντεχα έφυγε
φίλησα μια κοπέλα χθες το βράδυ,
την ώρα που η σελήνη μας κοίταζε,
κρυφά απ’ τον ήλιο, έσκυψα και την άγγιξα στο λαιμό
προσεκτικά,
να μην πληγώσω ή να μην πληγωθώ;
κι έμεινα εκεί,
σε απόσταση,
για ώρα
μέχρι που έφυγε
αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στη σκιά της
την έφερα στην κάμαρά μου να την χαρώ,
λίγο πριν το χάραμα
λίγο πριν σβήσει τ’ όνειρο
στο κρεβάτι μου
κόπηκα στα δυο για να τη συναντήσω,
στη μια του άκρη λιόλουδο,
κι εκείνη
σαν πεταλούδα να κολλάει πάνω μου,
να μ’ ακουμπά ευγενικά,
ανάλαφρα,
κι εγώ να λυγίζω προς το μέρος της,
σχεδόν να περπατώ,
ν’ αφήνω τους χυμούς μου
να ξεχνάω για λίγο τον ήλιο
και κείνη να πετάει μακριά και να ξανάρχεται,
μόνο και μόνο για να ψηλώνω κάθε φορά να τη φτάσω
και κάθε φορά να χορεύει, να με συναντά τυχαία και να φεύγει
για να με συναντήσει ξανά στην άλλη πλευρά του κρεβατιού
άλλη,
η ίδια τίγρη μου,
αποφασισμένη να πάρει αυτό που της αξίζει
τίποτα λιγότερο
όλο μου το είναι να μπει μέσα της
να λάμψει να ζηλέψει το φεγγάρι
το μακρύ της τρίχωμα να σέρνεται από πάνου ως κάτου μου
τους βρυχηθμούς της στο στήθος μου
τα νύχια της βαθιά στη πλάτη μου
και τη ζεστή της ανάσα στο στόμα μου
να ρουφήξω ότι έχει να μου δώσει και ν’ αναστηθώ,