Πόσο θα’θελα …
η φράση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Το μόνο που μπορώ να ξεχωρίσω μέσα μου, ο πόνος, έχει καλύψει τον λόγο. Αφουγκράζομαι για λίγο το σώμα μου που έχει προδωθεί από την κατανάλωση βαριών φαγητών και αλκοολούχων ποτών. Για λίγο ήταν καλούτσικα, παρόλο που δεν ήσουν εκεί, όσο μπορεί να είναι γύρω από έναν “ελληνικό” μπουφέ με “γαλλικό” κόκκινο κρασί.
Ανόητες συζητήσεις – τι χρειάζομαι τον νέο δρόμο αφού δε θα σε συναντήσω, δεν οδηγεί σε σένα – δεν οδηγούν πουθενά, κοντά σου. Λες κι ανεβαίνω μια απόκρυμνη πλαγιά, στο τέλος ο Αύγουστος που έρχεται, κι είναι τέτοια η δύναμη που με σπρώχνει προς τα πάνω, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά της, δεν μπορώ να σταματήσω στη κορυφή που δεν ήθελα ν’ ανέβω, θα θαυμάσω για μια στιγμή τη θέα, κι ύστερα θα συρθώ στο γκρεμό, έχοντας λίγες στιγμές, μόνο και μόνο για ν’ αναπολήσω τη στιγμή που δε διάλεξα εγώ.
Ο πόνος διακόπτει τις μηχανικές σκέψεις μου και ανακατεύεται με τη κούραση φτιάνοντας ένα εκρηκτικά άτονο σκούρο κοκταίηλ. Μια μαυρίλα αναβλύζει στη κοιλιά μου κι απλώνεται μέσα μου. Από το κέντρο προς τα άκρα ο θάνατος προχωρά αδύναμα μα σταθερά. Τα τελευταία σύνεφα της ομίχλης υγροποιούνται και καταπίνονται από αυτή τη μαύρη κι αχόρταγη λάβα, τη μόνη που αυξάνει ταχύτητα όσο απλώνεται. Παρά το ότι βασικό της συστατικό είναι ο πόνος, ευτυχώς θα’λεγε κανείς, ο θάνατος ακυρώνει την αίσθησή του. Έχω σταματήσει να νοιώθω τα πόδια μου και το χέρι μου κινείται σα νευρόσπαστο πια, χωρίς συναίσθημα. Οι πνεύμονές μου γεμίζουν κάρβουνο χωρίς όμως τις αναλγητικές ιδιότητες της νικοτίνης κι η καρδιά μου δεν ακούει τις σκέψεις μου.
Δε πρόκειται να΄ρθεις. Αυτό είναι κάτι που γνωρίζουμε από καιρό αλλά απόψε έχει έρθει η ώρα να το παραδεχτούμε. Αυτό που μας χαρακτηρίζει περισσότερο απ’ όλα, περισσότερο από αυτό που είμαστε, είναι η κοινωνία που ζούμε, οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε, η οικογένειά μας, οι φίλοι μας. Κι όταν εσύ, μέσα στη ψυχή μου, απέχεις τόσο πολύ από όλα αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να σε προσεγγίσω. Στα πάρτυ που πηγαίνεις σπάνια, εγώ δεν είμαι καλεσμένος ποτέ, κι αν θα’μαι δε θα μπορέσω να δω πίσω από τις γρίλιες, κι αν δω, απλά η απόστασή μας θα μεγαλώσει από το πρώτο ατυχές ευφυολόγημα ή πιο γρήγορα ακόμα, από το παγωμένο πρόσωπο και το αδύναμο κορμί μου.
Δε πρόκειται να σε βρω όσο κι αν ψάχνω. Κι αν μέσα σου νοιώθεις που και που ένα μικρό τσίμπημα, μια ιδέα αμφιβολίας για τη ζωή σου, το περιβάλλον σου, η ανατροφή σου, δεν επιτρέπουν να πετάξεις κανένα σημάδι για να βρώ το δρόμο σου, όσο κι αν τρέχω ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα.
Δε μπόρεσα να σε βρω. Κι αν είχα κάτι ξεχωριστό, μια σταλιά πέρα το συνηθισμένο, το χρησιμοποίησα ατυχώς για να κατανοήσω την απουσία σου.