Έξω βρέχει. Πολύ. Για μια ακόμη φορά, είμαι ζωντανός. Γιατί άραγε υπάρχει μια απόχρωση χαράς σ’ αυτή τη διαπίστωση; Αφού η συνείδηση του πόνου μου παρατείνεται, γιατί επιζητώ τη παράταση αυτού του παραλογισμού; Καταδικασμένος μακριά σου, σε μια παράταιρη ελλειπτική πορεία, γιατί δε βρίσκω τη δύναμη να τα παρατήσω και να ξεκουραστώ κοντά σ’ αυτούς που χάραξαν τα πρώτα στενά μονοπάτια που ακολούθησα;
Γυρίζω με κόπο το κεφάλι και κοιτάζω γύρω μου` συντρίμμια που βυθίζονται σιγά, σιγά, στις λάσπες της μονότονης βροχής. Το βέλος του χρόνου τείνει να αυξάνει την αταξία στη φύση, μα γύρω μου τρέχουν, προσπαθούν να τακτοποιήσουν τις ζημιές, χωρίς συνείδηση της επερχόμενης τελικής ήττας τους και δεν έχουν τη πολυτέλεια να ασχοληθούν με τη δήλωση του ακίνητου σώματός μου. Τύχη ή ειρωνεία να είναι πιο ευτυχισμένοι από εμένα, παρόλο που εκείνοι αυξάνουν ταχύτητα για να προλάβουν να ζήσουν περισσότερο, ο διαθέσιμος σχετικός χρόνος τους μειώνεται, τα γεγονότα έρχονται πιο γρήγορα κι η ικανότητα διαχείρισής τους είναι δεδομένη, με αποτέλεσμα να τα προσπερνούν χωρίς να προλαβαίνουν να τα νοιώσουν, χωρίς αυτές τις στιγμές σιωπής μετά τη δημιουργία του συναισθήματος από το συμβάν, που μας δίνουν τη δυνατότητα να καταλάβουμε τις λεπτές αποχρώσεις του.
Λίγο μακρύτερα, ο Φαληρικός όρμος δεν ανησυχεί για το νέο φορτίο που κυλάει προς τη θάλασσα, έτσι κι αλλιώς έχει πολύ σημαντικότερα θέματα να ασχοληθεί. Δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζημιά που προκαλούν αυτόματες μηχανές που αναπαράγουν τον εαυτό τους, ποτάμια που κάποτε ξεδιψούσαν νεράιδες τώρα μεταφέρουν λύματα που κανείς δεν θέλει να βλέπει. Όχι, η λύση δεν υπάρχει εκεί. Παράταση του ταξιδιού μπορεί να προσφέρει, αλήθεια είναι ωραίο το ταξίδι για τη Ιθάκη, ιδιαίτερα αν το πλοίο χάσει τον δρόμο του` φυσικά λιμάνια που θα αμβλύνουν τις θύμισές μου, καταιγίδες που θα στριμώξουν προς στιγμή την έννοια σου, άπνοια τέτοια που να μην υπάρχει τίποτα ζωντανό για να σε δω μέσα του, αλλά στο τέλος πάντα υπάρχει ένα κάστρο που πρέπει να κατακτήσεις, και τα τείχη του δεν είναι ξύλινα.
Κοιτάζω προς τα επάνω, προσπαθώντας να ακολουθήσω με τη ματιά μου τη διαδρομή της πτώσης μου. Μάταια. Αυτή τη φορά δεν ήμουν μόνος, κατάφερα να συντονιστώ με ένα πλήθος εξωτερικών συνεργατών στη νέα κοινωνία της αγοράς, μα η θλίψη δε μειώθηκε στον ανήφορο, μόνο η έκσταση της πτώσης μου ενοχλήθηκε από τη πολυφωνία που μετατράπηκε εύκολα σε θόρυβο.
Μέσα, η θρυμμάτισή μου δεν είναι απόλυτα κακή κι έτσι γυρίζω κι άλλο το κεφάλι μου, ψηλά, 180 μοίρες από το μπρούμυτα μισοβουλιαγμένο σώμα μου, κι η βροχή πέφτει κάθετα πια στο πρόσωπό μου και ξεπλένει τη πέτρα. Προσπαθώ να εστιάσω στο λίγο πριν το άπειρο, η βροχή σα να δυναμώνει τώρα για να δυσκολέψει τη προσπάθειά μου, όμως δεν είναι αυτή που δεν με αφήνει να σε δω, αλλά το δυνατό σου φως.
Κλείνω τα μάτια μου κι αρχίζω να νοιώθω τη σκόνη στο σώμα μου. Ήταν μια μακριά και παρατεταμένη πτώση και η άκαμπτη, απότομα σχηματισμένη λάβα δεν άντεξε τις αναταράξεις. Προσπαθώ να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου αλλά δεν χρειάζεται. Τις παρατάω. Η ζωογόνος βροχή τρυπώνει στις πληγές μου και μετατρέπει την άμμο σε λάσπη που η μνήμη του σώματος της δίνει την απαραίτητη ενότητα. Η καρδιά μου αρχίζει να λειτουργεί πάλι, ο θάνατος σκορπάει έξω, κι εσύ είσαι πια μέσα μου, δική μου.
Νοιώθω να έχει αποκατασταθεί η κίνησή μου και μαζί ανακαλύπτω μια ρευστότητα που καιρό προσπαθούσα να αποκτήσω. Δε βιάζομαι να τη χρησιμοποιήσω, απολαμβάνω αυτές τις στιγμές λίγο πριν την αρχή, αυτό το πρώτο απέραντο βλέμμα που ελπίζει, που πιστεύει.
Σηκώνομαι και το πεδίο δράσης μου περιορίζεται σε μια μικρή ακτίνα γύρω μου.
Απομακρύνεσαι, ένα αδιόρατο χαμόγελο ίσα που φτάνει για να καλύψει τις σκιές μας, μα κανένας δεν το προσέχει. Το ξέρω πως δε θα μπορέσω να σε φτάσω ποτέ, όμως αυτό δεν με ενοχλεί πια. Μου φτάνει μόνο που κατάφερα να νοιώσω το παράλογο της ύπαρξής σου και να πιστέψω μια παράλογη ελπίδα πως μπορώ να σε αποκτήσω. Αισθάνομαι λίγο πιο δυνατός τώρα και διαλέγω μια μεγαλύτερη πέτρα. Υπάρχουν ακόμα μερικές απάτητες διαδρομές προς την κορυφή, προς τα σένα.