3η μέρα χωρίς να κλάψει.
Στην Ιταλία, 13.562 νεκροί.
Κάτι πέθανε μέσα του. Έχει πεθάνει από τις 29 Γενάρη, ίσως νωρίτερα, αλλά αυτός επέμενε να το κρατά στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.
Και τώρα, αυτό το πρότζεκτ τέλειωσε.
Κοιτά τον άδειο, κρύο διάδρομο και σφίγγει το πόμολο. Δεν θέλει να την κλείσει ακόμη, αλλά ποιος του ‘πε οτι θα κάνει πάντα αυτό που ‘θελε?
Σαν τα κακομαθημένα παιδάκια. Απλώνουν το χέρι όπου να ‘ναι, απαιτούν όλη την προσοχή όλων, επειδή πολλοί από τους δικούς τους ενήλικες τα βρήκαν κάποτε χαριτωμένα, επειδή κάποιος δεν βρέθηκε να τους εξηγήσει τα όριά τους.
Ένας κακομαθημένος μεσήλικας, περιμένει στην πόρτα να γυρίσει το κοριτσάκι του. Δεν μιλάμε για την κόρη του όμως. Η ερωμένη του έφυγε. Πήγε να ενηλικιωθεί.
Τουλάχιστον αν υπήρχε ένας φύλακας θα πολέμαγες,
ότι μπόρεσες το ‘κανες, είσαι σίγουρος ότι δεν φταις εσύ,
κι αν είναι αυτό παρηγοριά ή δυστυχία;
Αν εσύ δεν φταις για κάτι που δεν έγινε και που ήθελες τόσο μα τόσο πολύ,
πως μπορεί να είσαι υπεύθυνος, ικανός για οτιδήποτε?
Μόνος με τον διάδρομο,
αυτή τη σκοτεινή δυστυχισμένη γέφυρα, ανάμεσα σε 2 πόρτες που δεν θα ξανασυναντηθούν ποτέ.
Κακόμοιροι διάδρομοι,
πόσες ματαιώσεις,
πόσα χιλιόμετρα βημάτων έχετε μετρήσει πάνω σας,
πόσα κορμιά έπεσαν χωρίς ούτε ένα τράνταγμα.
Έλα, κλείστηνε τη ρημάδα.
Κρύψου.
Αρκετές χαρακιές, αρκετά λυσομάναξες τριγύρω, αρκετούς σοβάδες ξήλωσες.
Καμμιά αγιάτρευτη πληγή, κανένα μη κατοικίσημο κτίσμα δεν άφησες
Λούφαξε.
Λούφαξε στην αγκαλιά της τεχνολογίας, της μόνης που μιλάς τη γλώσσα της.
Της μόνης που συγχωρεί τα λάθη σου.
Της μόνης που σε κρατά στη ζωή, σε καταστολή