Λένε πως ο Προμηθέας δεν φοβόταν τον Δία. Αψήφησε την εντολή του κι έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους. Έμεινε κιόλας μαζί τους για να τους μάθει να τη χρησιμοποιούν για να λευτερωθούν. Λένε πως ο ατρόμητος Προμηθέας θυσιάστηκε για να ‘ναι λεύτερος ο άνθρωπος απ’ τους φόβους του. Να μην χρειάζεται τους θεούς.
Αυτό που δεν γνωρίζουν όσοι τα λένε αυτά, ήταν πως ο Προμηθέας ήταν εκείνος που φοβόταν πιο πολύ από κάθε άνθρωπο, κι ίσως και πιο πολύ απ’ όλους τους ανθρώπους μαζί. Πάγωνε μπροστά στο φόβο κι η φωτιά ήταν το μόνο του όπλο. Το μοναδικό εργαλείο που γνώριζε. Η μόνη του ελπίδα, όχι για τους ανθρώπους, αλλά για να νικήσει τους δικούς του φόβους.
Γιατί ό,τι έκανε ο Προμηθέας το έκανε περισσότερο για κείνον τον ίδιο, παρά για τον άνθρωπο. Το μόνο που περίμενε, ως αντάλλαγμα θα μπορούσε να πει κάποιος, ήταν να τον αγαπήσουν. Να τον αγγίξει ένας άνθρωπος αρκούσε, για να του πει ότι δεν χρειάζεται να φοβάται πια. Η μάχη με τον φόβο, η μάχη με τον Πατέρα μας είχε κερδηθεί. Ο άνθρωπος θα μπορούσε πια να αποφασίζει εκείνος για τη μοίρα του.
Καθώς το όρνεο ξεσκίζει καθημερινά τις σάρκες του, ο Προμηθέας δακρύζει.
Όχι από πόνο. Πόσο μπορεί να σε πονέσει ένα πουλί που σου τρώει τα σωθικά σου;
Όχι από φόβο. Όταν βρίσκεις τη δύναμη ν’ αντιδράσεις οι φόβοι μικραίνουν, ακόμη κι αν δεν τους κερδίσεις.
Είναι γιατί οι άνθρωποι βρήκαν αυτήν τη λευτεριά ακριβή κι αποφάσισαν ότι δεν τους χρειάζεται. Προτίμησαν να κρατήσουν την εικόνα της φωτιάς από την ίδια τη φωτιά. Η εικόνα βλέπεις δεν μπορεί να σε κάψει. Δεν υπολόγισαν όμως ότι φωτιά που δεν καίει δεν σε λευτερώνει.
Την ώρα που ο Σίσυφος κοιτάζει την επόμενη πέτρα, την ίδια ώρα ο Προμηθέας αγκαλιάζει το ζώο που τον τρώει.
Κι οι τρεις τους είναι ολοκληρωμένοι θα ΄λεγες. Ο σκοπός τους εκπληρώθη.