Πόσο θά’θελα να’σουν εδώ.
Όχι για να κάνουμε έρωτα, πόσο θα κρατούσε, 10 λεπτά, μισή ώρα. Με το άγχος του πρωινού ξυπνήματος στην άκρη του μυαλού μας, δε θα μας έπαιρνε πολλή ώρα, ίσως να το επισπεύδαμε για να πλαγιάσουμε γρήγορα και να αγγίξουμε τα πόδια μας, ήρεμα πια.
Ούτε για να μιλήσουμε, τι να πω πια. Είναι τόσα τα συναισθήματα που στριμώχνονται μέσα μου, χωρεύουν στο στομάχι μου, χτυπάνε πέρα δώθε στη κοιλιά μου και καρτερούν μια μικρή χαραμάδα φωτός για να χυμήξουν όλα μαζί στη πρώτη ευκαιρία, κι όσο μεγάλη θα είναι η χαρά τους, έτσι εύκολα θα συνθλιβούν καθώς το πέρασμα είναι μικρό και απάτητο πολύ καιρό. Κι οι σκέψεις μου; Αυτές πια έχουν από καιρό χάσει το παιχνίδι. Ανίκανες να ξεπεράσουν τον μικρό και ασταθή ρυθμό δειγματοληψίας των αναλογικών ερεθισμάτων μου, ασχολούνται με προβλήματα που ξέρουν από πριν πως δε θα λύσουν, παρά μόνο με τη βοήθεια του αρχιγραμματέα Μπύργκελ που όμως δεν εμφανίζεται.
Ούτε για να συναντήσω το βλέμμα σου. Από τη μία οι ρηχές σκέψεις μου, από την άλλη τα χοντροκομμένα συναισθήματά μου, η επίγνωση της αδυναμίας μου και της παράλογης, χωρίς εσένα ζωής μου, έχουν από καιρό αφαιρέσει από το βλέμμα μου τη ζεστασιά της παλιάς φωτιάς που έχει σβήσει.
Το άρωμά σου χωρεύει πάνω από το κρεβάτι, τριγυρίζει ανάμεσα στις φλόγες των κεριών, γεμίζει τους, καθαρούς από πίσα πια, πνεύμονές μου και τυλίγει τα συναισθήματα που σπρώχνονται ν’ ανέβουν με μια πηχτή αλλά απαλή ομίχλη ικανή να τα σώσει από τη θλίψη και να τους δώσει ένα γοητευτικό σχήμα. Η καμπύλη του λαιμού σου, οι γωνίες των ώμων σου αγγίζουν τις άκρες των δακτύλων μου και διεγείρουν άγνωστα κύτταρα που ταξιδεύουν στο δεξί τμήμα του εγκεφάλου μου για να συμπληρώσουν τη κατακερματισμένη εικόνα. Από το πρώτο άγγιγμα τα χείλη μου δεν απογοητεύονται για την αυθάδειά τους να σ’ επισκευθούν. Αυτή η γεύση χαρακτηρίζει κάτι που ξέρω χωρίς να το έχω γνωρίσει ποτέ. Μια ιδέα που κουβαλάω από όταν γεννήθηκα τώρα βρίσκει τη θέση της στον πραγματικό κόσμο. Ακούω την ανάσα σου να μου χαμογελάει και βρίσκω τη δύναμη ν’ ανοίξω τα μάτια μου.